- χεύατο
- χέωdiffuse completelyaor ind mid 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
χεύατ' — χεύατε , χέω diffuse completely aor imperat act 2nd pl (epic) χεύατο , χέω diffuse completely aor ind mid 3rd sg (epic) χεύατε , χέω diffuse completely aor ind act 2nd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)